- αρρενωπια
- ἀρρενωπίαἀρρεν-ωπίαἥ мужественный вид, возмужалость Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀρρενωπία — ἀρρενωπίᾱ , ἀρρενωπία manly look fem nom/voc/acc dual ἀρρενωπίᾱ , ἀρρενωπία manly look fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρενωπία — ἀρρενωπία, η (Α) [αρρενωπός] η αρρενωπότητα, η ανδρικότητα … Dictionary of Greek
ἀρρενωπίας — ἀρρενωπίᾱς , ἀρρενωπία manly look fem acc pl ἀρρενωπίᾱς , ἀρρενωπία manly look fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενωπίαν — ἀρρενωπίᾱν , ἀρρενωπία manly look fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)